παράστεμα

παράστεμα
τὸ, Α
βλ. παράστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράστημα — το, ΝΑ, δωρ., βοιωτ. και αρκαδ. τ. παράσταμα και μτγν. τ. παράστεμα Α [παρίσταμαι] νεοελλ. η εξωτερική εμφάνιση τού ανθρώπου, το παρουσιαστικό, η κορμοστασιά, η στάση τού σώματός του, ιδίως κατά το βάδισμα αρχ. 1. άγαλμα τοποθετημένο δίπλα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”